προκαταληκτικός

προκαταληκτικός
προκατα-ληκτικός, ή, όν, in Metric,
A with anticipated

κατάληξις, τροχαϊκόν Heph.15.18

, cf. Sch.ad loc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προκαταληκτικός — ή, όν, Α [προκαταλήγω] (στη μελική ποίηση) τα μέτρα που έχουν στην αρχή ή στο μέσο καταληκτικούς πόδες («προκαταληκτικὸν τροχαϊκόν», Ηφαιστ.) …   Dictionary of Greek

  • προκαταληκτικόν — προκαταληκτικός with anticipated masc acc sg προκαταληκτικός with anticipated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”